- κλαυμυρίζομαι
- κλαυμυρίζομαι (Α)κλαίω, κλαυθμυρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού κλαυθμυρίζω / -ομαι (πρβλ. κλαυθμονή - κλαυμονή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλαυμυριεῖται — κλαυμυρίζομαι fut ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυμυριζόμενα — κλαυμυρίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυμυριζόμενος — κλαυμυρίζομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαυμυρίζεται — κλαυμυρίζομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)